Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Ομιλία στον Σύνδεσμο Ανωνύμων Εταιριών και Ε.Π.Ε.

Κυρίες και κύριοι,

Είμαι ευτυχής που έχω σήμερα την ευκαιρία να εκθέσω ενώπιον σας τον προβληματισμό μου για ορισμένα μείζονα ζητήματα που απασχολούν αυτή την περίοδο όλους τους παράγοντες της χρηματιστηριακής μας αγοράς.
Αναμφίβολα, όμως, δεν είναι ευτυχές το γεγονός, ότι σήμερα συζητούμε στην Ελλάδα για την ορθότητα της επιβολής νέων φορολογιών στο Χρηματιστήριο:
-          Φορολογιών, που επιβλήθηκαν αιφνιδίως και εσπευσμένα πριν από έξι μήνες, όταν κορυφωνόταν η χειρότερη οικονομική κρίση μεταπολεμικά.





-          Φορολογιών που αποτέλεσαν μια δυσάρεστη έκπληξη για όλους τους παράγοντες της αγοράς μας και το επενδυτικό κοινό, σε μια εποχή που θα περίμεναν από τους υπεύθυνους για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής να υιοθετήσουν μέτρα στήριξης του Χρηματιστηρίου, αντί να μεθοδεύουν εισπρακτικές επιδρομής αμφίβολης σκοπιμότητας και αποτελεσματικότητας.
Δυστυχώς, άλλη μια φορά, η αγορά μας καλείται να αντιμετωπίσει ένα «ελληνικό παράδοξο»: μαζί με τους θυελλώδεις ανέμους της διεθνούς κρίσης, που προκαλούν δυσβάστακτες κεφαλαιακές απώλειες στο επενδυτικό κοινό και καθηλώνουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα τους καθημερινούς όγκους συναλλαγών, το ελληνικό Χρηματιστήριο έχει να αντιμετωπίσει και μια φορολογική «καταιγίδα», που ξέσπασε τη χειρότερη στιγμή!
Κυρίες και κύριοι,
Αισθάνομαι εξαρχής την ανάγκη να διευκρινίσω ότι ο κλάδος που έχων την τιμή να εκπροσωπώ δεν εναντιώνεται στην επιβολή φορολογιών στο Χρηματιστήριο με κριτήρια συντεχνιακά. Δεν διεκδικούμε για τον κλάδο μας κάποιο ειδικό προνόμιο φορολογικής ασυλίας, εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και των συνεπών φορολογουμένων.
Αυτό που ζητούμε από την Πολιτεία είναι να διαμορφώσει το κατάλληλο περιβάλλον για την ανάπτυξη ενός τομέα κρίσιμου για την προσέλκυση επενδύσεων στην πραγματική οικονομία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλών προδιαγραφών για τους νέους μας.
Αυτό που ζητούμε από την Πολιτεία είναι να μη θυσιάζει τα μακροπρόθεσμα οφέλη του κοινωνικού συνόλου και τα αναπτυξιακά «μερίσματα» που θα αντλήσουν τα δημόσια ταμεία, στο βωμό συγκυριακών σκοπιμοτήτων της κακώς νοούμενης πολιτικής επικοινωνίας.
Γιατί σήμερα, με αρκετή χρονική απόσταση από τα γεγονότα, μπορούμε πλέον να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για την τελευταία φορολογική αναστάτωση στο ελληνικό Χρηματιστήριο: οι νέες φορολογίες ήταν εξαρχής φανερό ότι δεν θα απέδιδαν σημαντικά έσοδα, αλλά επιβλήθηκαν για να δημιουργηθεί μια εικονική πραγματικότητα πλασματικής κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Επιβλήθηκαν, με απλά λόγια, για να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση ότι η κυβέρνηση κατανέμει δίκαια τα φορολογικά βάρη. Ότι δεν διστάζει να επιβαρύνει τους «έχοντες», τους ελάχιστους προνομιούχους που πλουτίζουν από κεφαλαιακά κέρδη και μερίσματα εισηγμένων εταιρειών.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, όπως είχαμε επισημάνει εξαρχής, οι νέες φορολογίες στο Χρηματιστήριο το μόνο που πέτυχαν ήταν να προκαλέσουν αναστάτωση, να επιβαρύνουν τον Έλληνα μικροεπενδυτή και να τον εξωθήσουν εκτός αγοράς. Τα πραγματικά «μεγάλα πορτοφόλια» μπορούν να αποφύγουν με ευκολία τις νέες φορολογίες, ενώ στην επενδυτική κοινότητα εμπεδώνεται η πεποίθηση ότι στην Ελλάδα βασιλεύει η προχειρότητα των φορολογικών αιφνιδιασμών.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται άλλο ένα εμπόδιο στην επενδυτική δραστηριότητα, ακριβώς την ώρα που η κατάρρευση των επενδύσεων αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης. Ακριβώς την ώρα που κλιμακώνεται η διεθνής κρίση και η πολιτική ηγεσία της χώρας θα όφειλε να αναζητεί τα μέτρα που θα ενθαρρύνουν την επενδυτική δραστηριότητα.
Κυρίες και κύριοι,
Έχουμε επανειλημμένα υποστηρίξει, πιστεύω με εμπεριστατωμένη και γόνιμη επιχειρηματολογία, ότι ήταν σοβαρό σφάλμα η επιβολή των δύο νέων φόρων που αποφασίσθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο και καθιερώθηκε με το νόμο 3697/2008.
Ο φόρος υπεραξίας, με συντελεστή 10%, στις χρηματιστηριακές συναλλαγές και ο νέος φόρος με τον ίδιο συντελεστή στα μερίσματα των εισηγμένων εταιρειών είχαμε εξαρχής εκτιμήσει ότι θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στην αγορά, δεν θα προσφέρουν πολλά από την άποψη της φορολογικής δικαιοσύνης, αλλά δεν πρόκειται και να αποδώσουν τα αναμενόμενα έσοδα.
Ο κυβερνητικός ανασχηματισμός και η αναθεώρηση αρκετών παραμέτρων της οικονομικής πολιτικής που τον συνόδευσε πρόσφεραν μια μεγάλη ευκαιρία στο νέο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης να επανεξετάσει την επιβολή του φόρου υπεραξίας στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, όπως ακριβώς επανεξέτασε και την κατάργηση του αφορολόγητου ορίου για τους ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι λόγω της μεγάλης πολυπλοκότητας και των τεχνικών δυσκολιών στη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του φόρου, την οποία εξαρχής είχαμε επισημάνει, η επιβολή του φόρου υπεραξίας αρχικά αναβλήθηκε και αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Απριλίου του τρέχοντος έτους.
Αυτή η καθυστέρηση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από το οικονομικό επιτελείο ως μια πολιτική ευκαιρία, για να επανεξεταστεί και να ανακληθεί ο νέος φόρος. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου δήλωσε πριν από λίγες ημέρες στους εκπροσώπους του Τύπου ότι ο φόρος υπεραξίας δεν επανεξετάζεται και θα τεθεί σε ισχύ κανονικά την 1η Απριλίου.
Πριν εξετάσει κανείς σοβαρά τη σκοπιμότητα επιβολής οποιασδήποτε νέας φορολογίας στο Χρηματιστήριο, δεν μπορεί να αγνοήσει τη σύγχρονη πραγματικότητα των αγορών και των διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας.
Όπως είναι σε όλους γνωστό, ήδη το 65% των συναλλαγών του Χ.Α. διενεργούνται από ξένους επενδυτές, ή και Έλληνες μεγαλοεπενδυτές, που επιλέγουν να συναλλάσσονται μέσω τρίτων χωρών με ευνοϊκά φορολογικά και ρυθμιστικά καθεστώτα. Μέσω των συμφωνιών που έχουν οι χώρες προέλευσης των κεφαλαίων, οι οποίες προβλέπουν συμψηφισμούς φόρων μερισμάτων ή αδυναμία επιβολής του φόρου υπεραξίας από την Ελλάδα, οι επενδυτές αυτοί θα πάρουν τελικά πίσω το μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων που προσωρινά θα λάβει το Δημόσιο.
Έχουμε υποστηρίξει και το επαναλαμβάνω σήμερα ενώπιον σας, ότι ο φόρος υπεραξίας είναι κοινωνικά άδικος και θα αποδειχθεί αντιπαραγωγικός. Στην πράξη, λόγων των φορολογικών συμφωνιών της Ελλάδος με άλλες χώρες, τελικά θα επιβαρυνθούν μόνο οι μικρομεσαίοι ιδιώτες Έλληνες επενδυτές, ενώ οι μεγάλοι Έλληνες και ξένοι επενδυτές θα το αποφύγουν νόμιμα.
Μπορεί άραγε να είναι αυτός ο στόχος πολιτικής ενός υπουργείου Οικονομικών, την ώρα που κορυφώνεται μια παγκόσμια κρίση, η οποία περιορίζει ασφυκτικά τις επενδυτικές ροές διεθνώς; Μπορεί να είναι ο στόχος πολιτικής η καθιέρωση περισσότερων επιβαρύνσεων για τους εγχώριους επενδυτές και μάλιστα όταν η εσωτερική επενδυτική συνιστώσα αποκτά όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα, λόγω του περιορισμού των εισροών ξένων κεφαλαίων;
Είναι, μάλιστα, απορίας άξιον γιατί η κυβέρνηση δεν καθιέρωσε αυτό το φόρο την περίοδο 2004-2008, όταν η χρηματιστηριακή άνθηση δημιούργησε τεράστιες υπεραξίες και κεφαλαιακά κέρδη και έρχεται σήμερα να τον επιβάλει, όταν οι αποτιμήσεις των μετοχών καταρρέουν, υπό την πίεση της κρίσης. Είναι και αυτό μια ασφαλής ένδειξη ότι σε αυτή την περίπτωση πρυτάνευσαν κριτήρια πολιτικής σκοπιμότητας και όχι η ορθολογική ανάλυση της οικονομικής πραγματικότητας.
Δεν θα ήθελα να σας κουράσω με πολλές λεπτομέρειες τεχνικού χαρακτήρα. Είναι γεγονός, όμως, ότι οι συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει υπογράψει η χώρα μας, κατά το πρότυπο του ΟΟΣΑ, με το Λουξεμβούργο, την Μεγάλη Βρετανία, την Κύπρο και πολλές άλλες χώρες, η υπεραξία από τη μεταβίβαση μετοχών που αποκτά φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κάτοικος τρίτης χώρας χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα δεν θα φορολογηθεί με φόρο υπεραξίας στην Ελλάδα, διότι στις περιπτώσεις αυτές επί κεφαλαιακών κερδών δικαίωμα επιβολής φόρου έχει μόνο το κράτος κατοικίας και όχι η Ελλάδα.
Η εφαρμογή του μέτρου με την εκ των υστέρων επανείσπραξη του φόρου υπεραξίας απλώς θα δημιουργήσει μεγάλες γραφειοκρατικές δυσκολίες και κόστος, ενώ παράλληλα το ελληνικό Χρηματιστήριο θα γίνει λιγότερο ελκυστικό για τους ξένους, χωρίς βεβαίως να επιτευχθεί ο στόχος της δίκαιης επιβάρυνσης των πραγματικά «εχόντων» επενδυτών.
Τι θα συμβεί με τα fund που είναι εγκατεστημένα, για παράδειγμα, στα Cayman Islands, ή σε άλλες χώρες με τις οποίες δεν υπάρχει σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας; Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι επενδυτές θα προτιμούν να συναλλάσσονται με κάποια ξένη επενδυτική τράπεζα μέσω λογαριασμού «καθρέπτη» (mirror account), σε ειδικά αγγλικά δικαιώματα επί ελληνικών μετοχών.
Έτσι, η μεγάλη προσπάθεια των ΑΧΕΠΕΥ και του ελληνικού χρηματιστηρίου, για την επαφή με τον τελικό πελάτη καταλήγει σε αδιέξοδο, με κερδισμένες τις ξένες τράπεζες και τις ξένες οικονομίες, αφού ως γνωστόν τα δικαιώματα στο Λονδίνο, όπως και τα CFDs επί ελληνικών μετοχών δεν φορολογούνται.
Το υπουργείο Οικονομικών δεν φαίνεται να έχει λάβει σοβαρά υπόψη, κατά την επεξεργασία των μέτρων του, τις σύγχρονες εξελίξεις στις  χρηματιστηριακές συναλλαγές.
Για παράδειγμα, οι μεταβιβάσεις τίτλων μέσα στον ίδιο θεματοφύλακα δεν θα μπορούν να ελεγχθούν για να βεβαιωθεί φόρος υπεραξίας. Σήμερα το 35-40% των μετοχών του Χ.Α. είναι κάτω από Λογαριασμούς Πελατών λίγων μεγάλων ξένων τραπεζών θεματοφυλακής.
Έτσι, με ένα απλό χαρτί χρεωπίστωσης μετοχών από το εξωτερικό, που θα παραμένει στο εξωτερικό, ή με μια απλή λογιστική εγγραφή, θα γίνεται η μεταβίβαση ελληνικής εισηγμένης μετοχής. Κανείς δεν θα μπορεί αυτό να το ελέγξει, ούτε το Αποθετήριο ούτε το υπουργείο Οικονομικών.
Ήταν ο στόχος του νομοθέτη να προσφέρει αυτό το «δώρο» στους ξένους θεματοφύλακες, σε επτά γνωστές επενδυτικές τράπεζες θεματοφυλακής και σε άλλες δύο μικρότερες, που τελικά θα ωφεληθούν από τα νέα μέτρα, δημιουργώντας  ένα σημαντικό πεδίο φοροαποφυγής για τους πελάτες τους;
Πιστεύουμε πως όχι, αλλά δυστυχώς αυτό θα συμβεί στην πράξη και η εθνική μας οικονομία δεν θα χάσει μόνο φορολογικά έσοδα, αλλά και θέσεις απασχόλησης, αφού θα περιορισθούν οι εργασίες των εγχώριων εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, προς όφελος λίγων ξένων τραπεζών, ή και άλλων τραπεζών που θα διαπιστώσουν την ευκαιρία και θα εισέλθουν σε αυτόν τον χώρο της θεματοφυλακής.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα με την εφαρμογή του φόρου υπεραξίας, που θα επηρεάσει κατά την εκτίμησή μας αρνητικά την επενδυτική συμπεριφορά των ιδιωτών μικρών και μεσαίων επενδυτών, είναι η αντιμετώπιση των κεφαλαιακών ζημιών.
Ο φόρος υπεραξίας, όταν η πώληση μετοχής γίνεται σε τιμή ανώτερη από την τιμή αγοράς, θα αποδίδεται ανά τρίμηνο με αυτόματη διαδικασία, μέσω της ΕΧΑΕ. Όταν, όμως, ένας επενδυτής υφίσταται κεφαλαιακή ζημία, θα είναι υποχρεωμένος να περιμένει μέχρι τη λήξη της χρήσης και εντός τριμήνου να υποβάλει ειδική δήλωση, προκειμένου να γίνει δυνατός ο συμψηφισμός των ζημιών με τα κέρδη. Πρόκειται για μια περίπλοκη διαδικασία, η οποία σίγουρα δεν ευνοεί την επένδυση σε μετοχές, αντίθετα εισάγει ένα σημαντικό αντικίνητρο.
Οι νέοι φόροι που επιβλήθηκαν θα έχουν και άλλες σοβαρές παρενέργειες στην οικονομική δραστηριότητα, τις οποίες δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι έλαβαν σοβαρά υπόψη οι εμπνευστές των μέτρων.
Είναι φανερό από όσα ήδη ανέφερα, ότι οι νέοι φόροι παρέχουν κίνητρα μετανάστευσης κεφαλαίων και εταιριών εκτός Ελλάδος, σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο, ώστε οι επενδυτές να αποφύγουν τις νέες φορολογίες στην Ελλάδα.
 Οι έχοντες μεγάλα χαρτοφυλάκια, είτε κάνοντας συναλλαγές μέσω Αμοιβαίων Κεφαλαίων Λουξεμβούργου, είτε άλλων σύγχρονων επενδυτικών σχημάτων, δεν θα πληρώσουν κανένα φόρο υπεραξίας και κατά κανόνα θα συμψηφίζουν και το 10% επί του μερίσματος.
Επομένως, τα μέτρα αυτά θα είναι προς όφελος των ξένων τραπεζών και ιδίως των τμημάτων private banking και εις βάρος των ελληνικών εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Είναι, άραγε, στόχος του νομοθέτη να επηρεαστούν δυσμενώς ελληνικές εταιρείες, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την απασχόληση στη χώρα μας; Πιστεύουμε πως όχι, αλλά δυστυχώς αυτή θα είναι η συνέπεια των μέτρων.
Μια άλλη παρενέργεια, είναι η δυσμενής μεταχείριση των μεμονωμένων επενδυτών, που επιλέγουν να τοποθετούνται στο Χ.Α. απευθείας, μέσω των ελληνικών εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Αυτοί θα επιβαρυνθούν από το φόρο υπεραξίας, ενώ οι μεριδιούχοι αμοιβαίων κεφαλαίων, τα οποία διατίθενται κυρίως από θυγατρικές τραπεζών, θα αποφύγουν την επιβάρυνση, αφού έχει προβλεφθεί ειδική εξαίρεση.
Είναι ο στόχος του νομοθέτη να κατευθύνει τους ιδιώτες επενδυτές στα αμοιβαία κεφάλαια των τραπεζών και να στερήσει πελατεία από τις ΕΠΕΥ, αδιαφορώντας για την απασχόληση σε αυτό τον ιδιαίτερα σημαντικό τομέα του χρηματοοικονομικού κλάδου; Θέλουμε να πιστεύουμε πως όχι, αλλά δυστυχώς αυτό θα είναι το αποτέλεσμα των μέτρων.
Μια σημαντική περαιτέρω παρενέργεια αυτών των μέτρων, την οποία δεν φαίνεται να έλαβε σοβαρά υπόψη ο νομοθέτης, είναι ότι αξιόλογες ελληνικές εταιρίες θα έχουν ένα επιπλέον κίνητρο να εισάγουν τις μετοχές τους σε ξένα χρηματιστήρια και πλατφόρμες προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή εκ μέρους των μετόχων τους οποιουδήποτε φόρου. Ήταν αυτή η επιδίωξη του νομοθέτη; Πιστεύουμε πως όχι, αλλά αυτό θα είναι το αποτέλεσμα των μέτρων.
Τέλος, προφανές είναι ότι ο νέος φόρος επί των μερισμάτων περιορίζει την ελκυστικότητα των ελληνικών μετοχών, περιλαμβανομένων των μετοχών κρατικών επιχειρήσεων και οδηγεί σε μειωμένες αποτιμήσεις. Ήταν αυτός ο στόχος του υπουργείου Οικονομικών, και μάλιστα σε μια περίοδο βαθύτατης χρηματιστηριακής κρίσης; Πιστεύουμε πως όχι, αλλά δυστυχώς αυτό είναι το τελικό αποτέλεσμα.
Κυρίες και κύριοι,
Οι νέοι φόροι στο Χρηματιστήριο, πέραν των οικονομικών τους παρενεργειών, θέτουν και ορισμένα πολιτικά ζητήματα.
Αυτό που δεν έχουμε επαρκώς φωτίσει και πρέπει να τονισθεί είναι ότι, τόσο ο φόρος υπεραξίας όσο και ο πρόσθετος φόρος στα μερίσματα συνιστούν ιδεολογική εκτροπή από τις προεκλογικές και μετεκλογικές δεσμεύσεις, το γραπτό πρόγραμμα της και την φιλελεύθερη ιδεολογία της Ν.Δ.
Υπενθυμίζω ότι ο πρώην υπουργός Οικονομίας δήλωνε στις 13/5/2008: «Στην Ελλάδα δεν φορολογούνται τα μερίσματα και αυτό είναι σημαντικό τόσο για την υλοποίηση νέων επενδύσεων όσο και για την προσέλκυση ξένων».
Δεν είναι δυνατόν ο πολίτης να ψηφίζει το Α κόμμα και να εφαρμόζεται η πολιτική του Β’. Πολλοί πολίτες, επειδή το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν αυτό το φόρο υπεραξίας στο πρόγραμμά τους και δεν τον ήθελαν, επέλεξαν και ψήφισαν το πρόγραμμα της ΝΔ.
Τώρα πια ο πολίτης δεν βλέπει διαφορά σε αυτά τα θέματα. Ξαφνικά, μια πολιτική ατζέντα την οποία το σημερινό κυβερνών κόμμα απέρριπτε, ενσωματώθηκε στην κυβερνητική του πολιτική. Και αυτό γεννά ένα σοβαρό θέμα αξιοπιστίας όχι μόνο των κυβερνώντων, αλλά ευρύτερα του πολιτικού μας συστήματος, εντείνοντας την ανασφάλεια των επενδυτών για τις ξαφνικές μεταβολές του φορολογικού περιβάλλοντος, που επηρεάζουν σοβαρά τους επενδυτικούς τους σχεδιασμούς.
Επιπλέον, η σπασμωδική αντίδραση μιας κυβέρνησης στις δημοσιονομικές πιέσεις, με την επιβολή νέων φόρων στο Χρηματιστήριο σε μια εποχή διεθνούς χρηματιστηριακής κρίσης, δημιουργεί στο επενδυτικό κοινό εύλογα ερωτήματα για την ευθυκρισία των ιθυνόντων, οι οποίοι δίνουν την εντύπωση ότι αγνοούν βασικούς κανόνες χάραξης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Όταν η αξία των εισηγμένων μετοχών «σαρώνεται» από τις πιέσεις μιας σοβαρής διεθνούς κρίσης, είναι αδιανόητο να επιβάλλεται φόρος υπεραξίας στους επενδυτές. Όταν όλοι περιμένουν ότι η κρίση θα συμπιέσει την εταιρική κερδοφορία, είναι αδιανόητο να επιβάλλονται πρόσθετες φορολογίες στα μερίσματα των μετόχων. Όταν όλες οι κυβερνήσεις διεθνώς αναζητούν τρόπους, μέσω και της φορολογικής πολιτικής, για να ενισχύσουν τις αγορές τους, είναι αδιανόητο να υψώνει μια κυβέρνηση νέα φορολογικά εμπόδια στην επενδυτική δραστηριότητα.
Φοβούμαι ότι πίσω από αυτές τις σπασμωδικές αντιδράσεις των ιθυνόντων κρύβεται ένα σοβαρό πρόβλημα αναπτυξιακής στρατηγικής, που είναι πολύ ευρύτερο από την επιβολή ή μη ορισμένων νέων φορολογιών.
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι ένα οικονομικό και πολιτικό όραμα για την ανάδειξη της Ελλάδας ως διεθνούς οικονομικού κέντρου της ευρύτερης περιοχής.
Σε μια βαρυσήμαντη ομιλία του στο συνέδριο του Economist το 2005, ο Πρωθυπουργός είχε περιγράψει με αρκετή ευκρίνεια μια στρατηγική που θα μπορούσε να ακολουθηθεί για να αναδειχθεί η χώρα μας ως Διεθνές Χρηματοοικονομικό Κέντρο. Ανάλογες εξαγγελίες είχαν γίνει και από το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, αλλά δυστυχώς κανένα μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση δεν είδαμε να εφαρμόζεται. Αντίθετα, το 2008 είδαμε να εφαρμόζονται φορολογικά μέτρα που οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση, της απομάκρυνσης επενδυτικών κεφαλαίων.
Κάθε χώρα έχει πολιτικές υποστήριξης στρατηγικών κλάδων: π.χ. η Γερμανία για τη βιομηχανία, η Νορβηγία όπως και η Ελλάδα για την ναυτιλία. Η ναυτιλία απολαμβάνει μηδενικού φόρου εδώ και πολλά χρόνια και αυτή η πολιτική έχει φέρει μεγάλη πρόοδο στη ελληνική  ναυτιλία, εισαγωγή συναλλάγματος και καταβολή φόρου και ασφαλιστικών εισφορών από τους απασχολούμενους σε αυτήν.
Η επιβολή μηδενικού φόρου για τις ναυτιλιακές εργασίες απέδωσε σημαντικούς καρπούς. Προσέλκυσε ναυτιλιακές εργασίες στην Ελλάδα και το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης πολιτικής είχε πολλαπλασιαστικά θετικό αποτέλεσμα για την οικονομία γενικότερα. Δεν μας φθάνει όμως σαν χώρα για να ζήσουμε μόνο αυτός ο τομέας.
Ανάλογες πολιτικές με αυτές που υιοθετήθηκαν και κατέστησαν την Ελλάδα ως την ισχυρότερη ναυτιλιακή χώρα στον κόσμο, θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν και στον χώρο της Κεφαλαιαγοράς, καθιστώντας έτσι την Ελλάδα Διεθνές Χρηματοοικονομικό Κέντρο.
 Αν τα ελληνικά κεφάλαια απέφεραν σε ελληνικές επιχειρήσεις 1% ετησίως με ελληνική διαχείριση, ας ήταν και στο εξωτερικό, τότε όλοι οι Έλληνες θα ευημερούσαμε. Απαιτούνται μέτρα ώστε τα ελληνικά κεφάλαια να δουλέψουνε για τους Έλληνες. Θα πρέπει όμως να υπάρξει η πολιτική βούληση προκειμένου  να ληφθούν αυτά τα μέτρα. Δεν ζητούνται και δεν χρειάζονται επιδοτήσεις ή προνόμια για τις ελληνικές χρηματιστηριακές εταιρίες.

Υπενθυμίζεται ότι το Δημόσιο διατηρεί ακόμη φόρους, μεταξύ άλλων και φόρους που αφορούν συναλλαγές από Έλληνες στο εξωτερικό ακόμη και για ναυτιλιακές επιχειρήσεις, και δεν τολμά να τους καταργήσει παρόλο που δεν αποδίδουν τίποτα, παρόλο που «προτρέπουν» ουσιαστικά Έλληνες και ελληνικές επιχειρήσεις να συναλλάσσονται για ξένες μετοχές με ξένες τράπεζες ή ακόμα και ελληνικές τράπεζες εγκατεστημένες όμως σε φορολογικούς παραδείσους ή ανατολικές χώρες. Πρόκειται για φόρους που αποδίδουν ελάχιστα στα δημόσια ταμεία, αλλά λειτουργούν στην πράξη υπέρ ξένων οικονομιών.
Κυρίες και κύριοι,
Είναι φανερό, ότι πέρα από τις συζητήσεις για επιμέρους φορολογικά μέτρα και ρυθμίσεις, η διεθνής συγκυρία επιβάλει πλέον μια συνολικότερη συζήτηση για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας.
Πολιτικές δυνάμεις και κοινωνικοί εταίροι είναι αναγκαίο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να εξετάσουμε το φορολογικό μας σύστημα, αυτή τη φορά όχι με στενά εισπρακτικά κριτήρια, αλλά στο πλαίσιο μιας οικονομικής στρατηγικής που θα αναδείξει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας στο διεθνές περιβάλλον.
Ο κλάδος της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μπορεί να προσφέρει αναπτυξιακές προοπτικές και να δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας υψηλών προδιαγραφών που χρειάζονται σήμερα οι νέοι μας, για να αξιοποιηθούν κατάλληλα τα προσόντα και οι δεξιότητές τους.
Όσο και αν η διεθνής κρίση μας προσανατολίζει σε αμυντικές κινήσεις τακτικού χαρακτήρα, η ιδέα της ανάδειξης της χώρας ως Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Κέντρου δεν θα πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Η γεωγραφική θέση της χώρας, η συμμετοχή στην Ευρωζώνη, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης των νέων μας και η τεχνογνωσία που έχει κατακτηθεί στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προσφέρουν σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και μας επιτρέπουν να δούμε το μέλλον της χώρας ως Διεθνούς Κέντρου, με παροχή υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το φορολογικό σύστημα καλείται να ανταποκριθεί στην ανάγκη ενίσχυσης της αναπτυξιακής διαδικασίας, αντί να λειτουργεί σαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Ένα πρώτο βήμα για να κινηθούμε, επιτέλους, προς τη σωστή κατεύθυνση είναι να επανεξετασθούν από μηδενική βάση όχι μόνο ο φόρος υπεραξίας και ο φόρος στα μερίσματα. Αλλά και πολλοί άλλοι φόροι στο χρηματοοικονομικό τομέα, που αποδίδουν ασήμαντα έσοδα στα κρατικά ταμεία, αλλά δημιουργούν σημαντικά εμπόδια στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου